- προβαλλόμενος
- προβάλλωthrowpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενθυμία — ἐνθυμία, η (Α) 1. σκέψη, φροντίδα για κάτι, υποψία, αμφιβολία, δυσπιστία («ἐς ἐνθυμίαν τοῑς Λακεδαιμονίοις ἀεὶ προβαλλόμενος ὑπ αὐτῶν» επειδή αυτοί [οι εχθροί του] διαρκώς προσπαθούσαν να δημιουργήσουν στους Λακεδαιμονίους υποψία, δυσπιστία, Θουκ … Dictionary of Greek
οινοβαρής — ές (Α οἰνοβαρής, ές) αυτός που έχει πιει πολύ κρασί, μεθυσμένος, πιωμένος («πρῶτον αὐτὸν οἰνοβαρῆ προσείρηκεν, ὡς μάλιστα τῶν νοσημάτων τὴν οἰνοφλυγίαν προβαλλόμενος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + βαρής (< βάρος), πρβλ. φλοιο βαρής] … Dictionary of Greek
προβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. βάζω, απλώνω κάτι εμπρός, εκτείνω ή ρίχνω προς τα εμπρός (α. «πρόβαλε το κεφάλι της από το παράθυρο και μέ φώναξε» β. «τοὺς μαζοὺς κυσὶ προέβαλε», Ηρόδ.) 2. (το ενεργ. και, στην αρχαία, και το μέσ.) προτείνω ως επιχείρημα για… … Dictionary of Greek
πρόφαση — η / πρόφασις, άσεως, ΝΜΑ προβαλλόμενος, συνήθως ψευδής, λόγος, πλαστή δικαιολογία, πρόσχημα (α. «με πρόφαση την αρρώστια τής μητέρας του απουσιάζει συνεχώς» β. «πρόφασις ἰδίης ἀβουλίης», Δημόκρ.) νεοελλ. 1. το πρώτο στάδιο μίτωσης τής κυτταρικής… … Dictionary of Greek
ԱՌԱՐԿՈՒ — (ի, աց.) NBH 1 0295 Chronological Sequence: Early classical, 12c ա. προβάλλων, προβαλλόμενος objiciens, se opponens Ձեռնարկու. դիմախօս. դիմակաց. դիմամարտ. ախոյեան. ոսոխ. *Առարկու ելեալ թշնամեացն՝ յաղթեաց: Առ որ ժպրհի բանս յառնել առարկու: Եւ ոչ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)